Επικαλούμαι τον όρο νεύμα για να αναδείξω μια κεντρική διαφορά μεταξύ εκείνου που μιλά ρητά, δια του στόματος κάποιου, και όσων μάς αποτείνονται, με τόσους άλλους τρόπους. Νεύω θα πει κάνω νεύμα με το κεφάλι. Θα πει, ακόμα, κλίνω ή τείνω προς κάποιο σημείο. Το νεύμα, λοιπόν, μάς απευθύνεται, μάς κεντρίζει, μάς αγγίζει. Το νεύμα είναι κάτι το αισθητό· κάτι που σημαίνει αυτό καθαυτό, και το οποίο δεν αφορά κάποια επαγωγή ή εξήγηση, ούτε και κάποια στέρηση, όπως υποδηλώνουν οι έννοιες του ανείπωτου και του άρρητου. Το νεύμα είναι αυτούσιο σήμα, για το οποίο μπορεί κανείς να κάνει λόγο στο μέτρο του επιτρεπτού, κι αυτό από την άποψη του ότι δε μπορούμε ποτέ να μιλάμε για μια καθολική μετατροπή ενός νεύματος σε λόγο, για μια διαύγαση. Μπορούμε να μιλάμε μοναχά για ερμηνείες, σαν κι αυτές που αφορούν την ερμηνεία ενός τραγουδιού ή τη μετάφραση ενός κειμένου. Δεν πτοούμαστε, όμως, παρά αναγνωρίζουμε πως το έργο μας [η ψυχανάλυση] βρίσκει το ιδιαίτατον της ουσίας του τείνοντας προς αυτό το ιδεώδες-αδύνατο. Εκεί κρίνεται και η τέχνη μας· στην ευαισθησία μας απέναντι στα πλέον ανεπαίσθητα νεύματα και στη δυνατότητά μας να τα φέρνουμε σε λόγο, στον ορίζοντα, πάντα, της αναλυόμενής μας, σεβόμενοι, πάντα, το απαράβατο του μυστηρίου τους. Τα νεύματα τα σέβεται κανείς με κλειστά μάτια, με θαυμασμό και απορία. Έτσι οφείλει και να τα επικοινωνεί. Λίγη αδεξιότητα ή πολλή σιγουριά και το νεύμα γίνεται λείψανο. Αυτό είναι και που κάνει την τέχνη μας μια, πάνω απ’ όλα, πρακτική τέχνη, και καθόλου μια, σε πρώτο λόγο, θεωρητική υπόθεση. Αν στην ψυχανάλυση μας αφορά μια ψυχολογία, δεν είναι μια του βάθους, αλλά αυτή του ανεπαίσθητου και λεπτοφυούς.