Περί ψυχαναλυτικής στάσης

Σε μια πιο ψυχαναλυτική στάση τρόπον τινά αφυπνίστηκα σε μια ώρα εποπτείας με τον δάσκαλό μου. Η αλλαγή ήρθε ξαφνικά. Μου είναι ξεκάθαρο ωστόσο πως επωαζόταν καιρό. Η καθοριστική του, για το ζήτημα της στάσης του αναλυτή, φράση ήταν: εδώ μας αφοράς εσύ και τα δικά σου. Ήρθε στη συζήτηση μιας περίπτωσης πελάτισσάς μου, αναφορικά με την προσπάθειά της να με γνωρίσει καλύτερα, αλλά πρώτα και κυριότερα με τη δική μου δυσκολία να της το αρνηθώ. Ανάλογες συζητήσεις είχαν γίνει και στο παρελθόν, μα εκείνη τη φορά ήταν σαν να είδα για πρώτη φορά το έργο του ψυχαναλυτή στο πνεύμα που του αναλογεί. Τα παρακάτω τα γράφω –για να τα ακούσω πρώτος εγώ– σε μια προσπάθεια να απαντήσω εκ των υστέρων, ελεύθερα και μη εμπεριστατωμένα, σε καίρια ερωτήματα ενός πιο αρχάριου εαυτού.

Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο θα μπορούσε να πει ευθύς εξαρχής πως η ψυχαναλυτική στάση δεν πρέπει να έχει και μεγάλη σχέση με την καθημερινότητα. Μάλλον, θα έλεγε κανείς, εκεί που η ψυχαναλυτική στάση ξεκινά, η καθημερινότητα, ο τρόπος που τα πράγματα μας αφορούν υπό το φως της, τελεί υπό κάποια, το λιγότερο, έλλειψη. Αντίστοιχα, αν στο πλαίσιο της καθημερινότητας φερόμασταν όπως θα άρμοζε στην ψυχανάλυση, μάλλον θα κάναμε κακή εντύπωση, θα μας έλεγαν αγενείς, εκκεντρικούς, σνομπ, αν όχι τίποτε χειρότερο. Στην ψυχανάλυση βέβαια τα πράγματα είναι αλλιώς και είναι ουσιώδες το παιχνίδι των εντυπώσεων, το πώς μπορεί να φανεί κάτι που θα πει ή θα κάνει ο αναλυτής ή ο αναλυόμενος, να μη μας αφορά επί προσωπικού. Το ζήτημα της αφάνειας, του απρόσωπου, της ιδιαίτερης χροιάς που λαμβάνει η αναλυτική σχέση, είναι ζητήματα τόσο κεντρικά για το ψυχαναλυτικό έργο όσο και παρεξηγήσιμα για τον αμύητο νου και πιθανότατα αποτελούν καίριο προβληματισμό για κάθε νέο-α αναλυτή-τρια. Αυτός ο προβληματισμός ήταν και που με πρωτουποδέχτηκε, κι ακόμα περισσότερο αυτός που με εισήγαγε στο ρόλο του ψυχοθεραπευτή, στο πλαίσιο μιας διαίσθησης πως είμαι καθοδόν, σε αναζήτηση δηλαδή μιας νέας στάσης προς τον συνάνθρωπο. Ήταν κυρίως αυτό και όχι κάποιο θεωρητικό έλλειμμα, κάποια ένδεια διαπιστευτηρίων ή πίστης στις όποιες δυνατότητές μου. Αυτό μαρτυρούσε πάνω από όλα τα άλλα πως είμαι αρχάριος: είχα μια ιδέα μόνο περί του πώς να στέκομαι, πώς να ακούω, τελικά του πώς να διατίθεμαι “θεραπευτικά”. Και αυτή η ιδέα ερχόταν από τη δική μου, προσωπική, ιστορία· από τους ρόλους που με περίμεναν στις σχέσεις μου με φίλους, συγγενείς και αγνώστους· φυσικά όμως και μέσα από τις θεωρητικές μου καταβολές – οι οποίες βέβαια, δίχως να έχουν ακόμη δοκιμαστεί σε βάθος, δε μπορούσαν παρά να αποδεικνύονται άνευρες, αμήχανες στην πράξη, μιμήσεις, αδυνατώντας, ως τέτοιες, να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή στο αναλυτικό μου παράδειγμα. Εκ των πραγμάτων, ήταν το προσωπικό μου παράδειγμα αυτό που κάθε φορά με περίμενε σα συμπαγές θεμέλιο· κάθε φορά που θα με έβρισκα σε αχαρτογράφητα νερά, όπου, επί της ουσίας, θα βρισκόμουν στο κενό, συνειδητοποιώντας πως μου λείπει ένας τρόπος να ακούσω, να σταθώ, να διατεθώ προς τον αναλυόμενό μου ως προς το ζητούμενο της ψυχανάλυσής του. Αυτό το παράδειγμα είναι πολύ απλά οι οικείοι μου τρόποι, ο καθημερινός Νίκος. Προβληματικό, θα σκεφτόταν κανείς· σωτήριο, θα έλεγε κάποιος άλλος. Σε κάθε περίπτωση, δε βλέπω πώς αλλιώς θα μπορούσε να ανθίσει η στάση μου κατά την ψυχαναλυτική ώρα, αν όχι μέσα από τη δική μου, ιδιαίτερη, πορεία, και σε συνομιλία με αυτή, το ερώτημα “ποιος είμαι;” να βρει τελικά την απάντησή του και στο “είμαι ψυχαναλυτής”. Σε αυτό λοιπόν, στο “είμαι ψυχαναλυτής”, το ποιος που το αφορά μού ακούγεται συνάμα και πώς, πώς αλλιώς;

Η ψυχαναλυτική είναι ίσως η μόνη σχέση όπου η γνωριμία, με τον ιδιαίτερο πάντα τρόπο που την αφορά, διατηρεί το στοιχείο της ξενότητας. Αυτό ισχύει βέβαια, λιγότερο ή περισσότερο, σε όλες τις ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Τουλάχιστον δεν έχει τύχει να συναντήσω κάποια μέθοδο που να προτείνει σοβαρά στους ασκητές της να αναπτύξουν φιλικές σχέσεις με τους πελάτες και τις πελάτισσές τους ή να είναι καθημερινοί και απαράλλαχτοι στις αλληλεπιδράσεις μαζί τους. Το ζήτημα των προτιμήσεων των θεραπευτών-τριών θα μετέτρεπε μάλλον το επάγγελμα σε χόμπι. Σε κάθε περίπτωση, και για να επιστρέψω στο θέμα μας, η αφάνεια αναδεικνύεται σε καταστατικό στοιχείο της ψυχαναλυτικής, και όχι μόνο, στάσης. Ένα στοιχείο που διαπερνά την αναλυτική ώρα και αντιπαρέρχεται την εξοικείωση με το πρόσωπο του συνομιλητή, αναδεικνύοντας σιωπηλά την εξοικείωση με το ξένο και το αφανές του ψυχαναλυτή. Αυτό φυσικά εγείρει θέματα για τον αμύητο, ο οποίος καλείται να εγκλιματιστεί σε μια πρωτόγνωρη συνθήκη, συνομιλώντας τρόπον τινά με ένα α-πρόσωπο. Είναι όμως το α-πρόσωπο μια μάσκα που έρχεται να κρύψει το “αληθινό” πρόσωπο του αναλυτή; Όπως θα δούμε παρακάτω, παρότι ως αναλυτές και αναλύτριες δεν έχουμε προσωπικά θέματα να φανερώσουμε στην ψυχανάλυση και τα οποία να αφορούν το ψυχαναλυτικό έργο, ταυτόχρονα δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε. Και είναι εδώ όπου αφάνεια και κρυπτότητα αντιπαρατίθενται διαφωτιστικά. Καθώς είναι άλλο το κεκρυμμένο και άλλο το αφανές και η διασάφησή τους μπορεί να συνδράμει καθοριστικά στην κατανόηση της ψυχαναλυτικής στάσης. Το κεκρυμμένο είναι παρόν ως τέτοιο, δηλώνοντας μια άρνηση φανέρωσης –εξ ορισμού ενεργητική υπόθεση–, νοητή ως κανόνας ή το λιγότερο σύσταση που θα ακουγόταν σαν: ο ψυχαναλυτής πρέπει να φροντίζει ώστε η προσωπική του ζωή και στάση να παραμένει στο σκοτάδι, κι αυτό ως μέτρο προστασίας της ψυχαναλυτικής συνθήκης. Τουλάχιστον αυτό τονίζεται εκ πρώτης όψεως σε τεχνικά κείμενα του Freud. Το αφανές όμως μπορεί και να μιλά για κάτι διαφορετικό. Η ψυχανάλυση, τουλάχιστον στο βαθμό που είναι ψυχανάλυση που την μπόλιασε η φαινομενολογία, συμβαίνει υπό το κράτος της αφάνειας του αναλυτή στο αναλυτικό έργο – κι εδώ ο όρος αφάνεια μπορεί να σημαίνει πολλά. Πρώτα και κύρια σημαίνει ένα βήμα πίσω· ένα βήμα όμως που δεν επιχειρεί να κρύψει, δεν αποζητά τις σκιές, δε βαρύνεται από την ανάγκη τήρησης ενός ακόμα ψυχαναλυτικού κανόνα. Αυτό το βήμα πίσω επί της ουσίας στοιχειοθετεί την ψυχανάλυση υπό την φαινομενολογική σκέψη, αφορά τη σύνολη ψυχαναλυτική στάση και δεν αποτελεί απλό ενέργημα. Στη σκέψη του Heidegger συνοψίζεται στον πολύπαθο για τον νέο αναλυτή όρο Gelassenheit. Ειδικότερα για το θέμα που μας αφορά στην παρούσα εργασία, το βήμα πίσω μιλά για την απόσυρση του ψυχαναλυτή ως προσώπου, ως προτύπου, ως ειδικού, και την ανάδειξη του αναλυόμενου, του δικού του κόσμου, στην ψυχαναλυτική συνθήκη, χωρίς αντίπαλα δέη. Ειρήσθω εν παρόδω, ο Freud φαίνεται να αναγνωρίζει τη συμβολή της πειθούς στην ψυχοθεραπεία· στην ψυχανάλυση υπό το φαινομενολογικό πνεύμα ωστόσο φαίνεται να είμαστε μάλλον σίγουροι πως η πειθώ δε θα είχε κάποιο νόημα. Η αφάνεια μιλά σιωπηλά, άδηλα, περνώντας αργά το μήνυμά της στο χρόνο, καλλιεργώντας την ευρυχωρία και το ελεύθερο διάγειν σε μια συνθήκη συνομιλίας με ένα Εσύ το οποίο μου απευθύνεται χωρίς να εμπλέκεται στις υποθέσεις μου, χωρίς ενεργώντας να εδραιώνεται συνάμα εγωικά, είτε ρητά είτε άρρητα. Πριν ακόμη από αυτά όμως, στην αφάνεια είναι που θεμελιώνεται το άκουσμα του αναλυτή, ένα άκουσμα ακριβώς έτσι, α-πρόσωπο, που δίνει χώρο στο “μίλημα” του αναλυόμενου, που ξέρει να σωπαίνει, να αποσύρεται ως έτερο Εγώ. Οι διαφορές μεταξύ των όρων που μας απασχολούν διαγράφονται καθαρά. Αν μπορούσαμε να ενισχύσουμε το σήμα τους, εκεί που θα ακούγαμε την κρυπτότητα να λέει “δε μπορώ να σου πω”, η αφάνεια θα έλεγε “εδώ μας αφοράς εσύ και τα δικά σου”. Είναι σαφές το πέρασμα από το αιχμηρό στη μια περίπτωση, στο τρυφερό, σε μια ήπια διαπίστωση, στην άλλη, όπως σαφής είναι και η διαφοροποίηση μεταξύ ενός αμυντικού ενεργήματος και μιας σύνολης στάσης. Η αφάνεια δεν αποτελεί ζητούμενο αλλά έκφανση, όψη της ψυχανάλυσης, αδιαχώριστη από την ψυχανάλυση καθαυτή –όπως περιγράφει ο Γεμενετζής στο έργο του Επανεισαγωγή στην Ψυχανάλυση, όπου ορίζει την τελευταία και ως εξοικείωση με το αθέατο–, στο βαθμό που η ψυχανάλυση είναι και παραμένει ψυχανάλυση –όπως την εννοούμε εδώ– όχι κατ’ όνομα και ως σύνολο τεχνικών, αλλά ψυχανάλυση φύσει και θέσει.

Είναι συχνό φαινόμενο στην ψυχοθεραπεία ορισμένοι θεραπευόμενοι να προσπαθήσουν να γνωρίσουν περισσότερα για τη θεραπεύτριά τους. Πού είναι όμως το πρόβλημα αναφορικά με το ζητούμενό μας; Στην ψυχανάλυση το θέμα της αφάνειας ίσως τίθεται πιο επιτακτικά απ’ ό,τι αλλού. Η αυτοαποκάλυψη συνιστά μάλλον πρόβλημα όχι απλά επειδή σπάει το αφανές, και η ψυχανάλυση είναι γεμάτη απαράβατους κανόνες, αλλά επειδή αφήνει χώρο, στους αναλυόμενους στους οποίους κάτι τέτοιο ταιριάζει στον τρόπο τους, να “γνωρίσουν” τον αναλυτή τους, και ως εκ τούτου να γίνει ο τελευταίος –έτσι όπως καθημερινά είναι, με τα χαρακτηριστικά του, τις απόψεις και τις προτιμήσεις του– θέμα στην ανάλυσή τους. Μια τέτοιου τύπου “ανοικτότητα” δεν ανήκει στην ψυχανάλυση, καθώς η τελευταία θα εκτρεπόταν της μεθόδου της, δεδομένου ότι ο αναλυτής θα έχανε σταδιακά τη δυνατότητά του να είναι και ξένος. Αυτό είναι προνόμιο για την ψυχανάλυση, μα και πρόληψη για τυχόν προκατανοήσεις και προδιαθέσεις από τη μεριά του αναλυόμενου, οι οποίες θα μπορούσαν να βρουν εύφορο έδαφος σε μια πιο προσωπική σχέση με τον αναλυτή του, εφόσον θα υπολογίζονταν και σε κάποιο βαθμό θα εισέρχονταν στην ανάλυση θέματα που αφορούν το πρόσωπο του τελευταίου, όχι πλέον το αφανές, αλλά το καθημερινό. Η αυτοαποκάλυψη στην ψυχανάλυση αφορά φυσικά τον κατά κόσμον Νίκο –ένας κατά κόσμον ψυχαναλυτής θα ήταν αντίφαση–, τον Νίκο όπως είναι για γνωστούς και φίλους –κι εκεί διαφορετικός βέβαια– και όχι το ψυχαναλυτικό έργο, τόπο όπου ο Νίκος, για τη dasein-ανάλυση τουλάχιστον, δίνει τόπο, αποσύρεται. Αυτή είναι και η ανοικτότητα όπως προσιδιάζει στη σκέψη του Heidegger και κατ’ επέκταση στη dasein-ανάλυση· μια ανοικτότητα η οποία ανοίγεται στον άλλον, στον κόσμο, έξω από κάθε αυτο-αναφορικότητα, και τον αφήνει να μιλήσει. Για παράδειγμα, μια πελάτισσα συνήθιζε από την αρχή κιόλας της ανάλυσής της να μου θέτει ερωτήσεις επί προσωπικού. Όταν κατά την 4η ή 5η συνάντησή μας αναγνώρισα αυτή της την τάση και τη ρώτησα ευθέως για το πώς βρίσκει τον εαυτό της μέσα στο ασυνήθιστο της σχέσης μας, στο ότι, παρότι έχουμε συναντηθεί κάποιες φορές, παραμένω άγνωστος για εκείνη, μού απάντησε πως έρχεται πράγματι σε δύσκολη θέση· πως κάτι τέτοιο της είναι πέρα για πέρα ξένο. Για την ίδια το σύνηθες θα ήταν να απευθύνει ερωτήσεις και όχι να τις δέχεται, αλλά όχι μόνον αυτό. Ακολούθως δήλωσε ότι είναι ένα πολύ κοινωνικό άτομο, ότι γνωρίζει πολλούς ανθρώπους, αλλά, λίγο-πολύ, κανένας δε ξέρει τίποτε για εκείνη. Προσηνής μα απόμακρη όσον αφορά τον εαυτό της και στην ανάλυση, αν της είχα απαντήσει στο πώς πέρασα το σαββατοκύριακό μου, καταφάσκοντας άθελά μου στους οικείους της τρόπους, το άρρητο του “τυπικού της ενδιαφέροντος”, δηλαδή η τάση της να ακούει από τον άλλον παρά να μιλά η ίδια, θα είχε περάσει απαρατήρητη.

Όπως φαίνεται και στην παραπάνω περίπτωση, η ψυχαναλυτική στάση εγείρεται ως τέτοια στην αντίθεσή της με τον τρόπο της καθημερινότητας. Η πρώτη χρειάζεται τη δεύτερη για να γίνει θέμα, και γίνεται θέμα, εγείρεται κεντρικά στην ανάλυση, μόνο εφόσον, και στο βαθμό που, η δεύτερη πρωταγωνιστεί ως προς την έλλειψή της – εκεί δηλαδή όπου η ψυχαναλυτική στάση εκλαμβάνεται ως κακοφορμισμένη καθημερινότητα. Ως εκ τούτου, η ψυχαναλυτική στάση προεξάρχει μόνο εκεί όπου πέφτουμε πάνω της, όπου νιώθουμε την αντίσταση, την πρόκληση που ασκεί στους οικείους μας τρόπους· μόνο για εμάς τους ακόμη αμύητους, είτε μιλάμε εδώ για αναλυτές-τριες είτε για αναλυόμενους-ες. Είναι μάλλον αναμενόμενο πως ο νέος επαγγελματίας συχνά θα μπερδευτεί και θα είναι καθημερινός εκεί όπου αρμόζει να είναι ψυχαναλυτής. Συχνά επίσης θα είναι και ψυχαναλυτής εκεί όπου αρμόζει να είναι καθημερινός. Και τα δύο φέρουν σοβαρές συνέπειες, αλλά ας αφήσουμε το δεύτερο. Στο βαθμό που με αφορά, οι φορές όπου επικράτησε ο νόμος της καθημερινότητας σε μια ψυχαναλυτική συνάντηση ήταν οι φορές όπου “νίκησαν” οι λεγόμενοι καλοί τρόποι, ή, καλύτερα, αυτοί οι παγιωμένοι τρόποι αλληλεπίδρασης που ισχύουν για τον καθένα και την καθεμιά μας· μια περίσσεια ευγένειας, ένας φόβος μήπως στενοχωρήσουμε κάποιον, μια δυσκολία να αφήσουμε κάποιο αίτημα αναπάντητο, μια δυσφορία στο ενδεχόμενο του να κριθούμε αρνητικά κ.α. Και πάλι, πριν από κάθε μέριμνα για την τήρηση του ψυχαναλυτικού πλαισίου, αυτό που πρώτα και κύρια συμβαίνει στις παραπάνω περιπτώσεις –και ο λόγος που αυτή η συζήτηση δεν αφορά μόνο την ψυχαναλυτική μέθοδο– είναι ότι εμένα χαρακτηρίζει μια περίσσεια ευγένειας, εγώ φοβάμαι μήπως στενοχωρήσω κάποιον, εγώ δυσκολεύομαι να αφήσω κάποιο αίτημα αναπάντητο, εγώ δυσφορώ ή έρχομαι σε δύσκολη θέση· σε κάθε περίπτωση, είμαι εγώ αυτός που υπερθεματίζεται στην ανάλυση του αναλυόμενού μου. Εδώ έχει συντελεστεί μια καθοριστική στροφή στην αναλυτική ώρα. Στο βαθμό που βρίσκω το εγώ μου στα κοινωνικά μου αντανακλαστικά χάνω εξ ορισμού τον αναλυόμενό μου. Την ώρα που “μιλούν” οι καλοί μου τρόποι παύω να ακούω τα ρητά και άρρητα του μιλήματος εκείνου. Εδώ, οι καλοί τρόποι σημαίνουν την κατακρήμνιση του ακούσματος όπως το εννοούμε στη dasein-ανάλυση, ως ταυτόσημο δηλαδή του αναλυτικού έργου. Εδώ, και όχι μόνο εδώ, πολύ περισσότερο από τους, καθ’ όλα έγκυρους στην καθημερινότητα, καλούς τρόπους, θα μας αφορούσαν οι κατάλληλοι τρόποι, οι τρόποι δηλαδή που αρμόζουν στην ψυχαναλυτική συνθήκη. Πλέον, η καθημερινότητα δεν έχει κανένα νόημα ως μέτρο σύγκρισης κατά την ώρα της ανάλυσης. Οι αρνήσεις μας, σιωπηλές ή μη, δεν είναι ένα κλείσιμο της πόρτας. Όλα παραμένουν ανοιχτά από τη μεριά μας· ως προς το ρόλο μας. Η άρνησή μας να ικανοποιήσουμε αιτήματα ή να ανταποκριθούμε στους οικείους τρόπους των πελατών μας αποτελεί απλή αναγνώριση του έργου μας και του ιδιαίτερου ήθους που αφορά σε αυτό. Όπως και πριν, αποτελεί βασική διαφορά εδώ η ενέργεια του “αρνούμαι να φανερωθώ” επί τούτου, από τη στάση του “είμαι όπως αρμόζει στη σχέση μας”. Είναι αυτή η σύνολη ψυχαναλυτική στάση η οποία στοιχειοθετεί, μεταξύ άλλων, το ιδιαίτερο κλίμα της ψυχανάλυσης, ο σεβασμός του οποίου από τον αναλυτή και η εξοικείωση με το οποίο –με την αφάνεια του αναλυτή και την ιδιάζουσα απόμακρη εγγύτητα της αναλυτικής σχέσης για παράδειγμα– για τον αναλυόμενο θα έπρεπε να παραμένει ένα “ζητούμενο”. Για αυτό και αποτελεί πρόβλημα το να διαρρηγνύεται η συνέπεια αυτής, ακόμα και περιστασιακά, αφού κάτι τέτοιο θα εξέτρεπε τον αναλυόμενο από την εν λόγω εξοικείωση, αλλά και περαιτέρω, μπορεί να έδινε χώρο για τυχόν “ξεχειλώματα”, για το ενδεχόμενο δηλαδή αναλυτής και αναλυόμενος να “παραγνωριστούν”, τα οποία θα μπορούσαν, αν όχι εξαρχής τότε σε βάθος χρόνου, να εκτρέψουν το αναλυτικό ζεύγος από το θεμελιακό ψυχαναλυτικό πλαίσιο – αναφερόμενος εδώ στο βασικό setting, το οποίο η dasein-ανάλυση κρατά ακόμη από την κλασική ψυχανάλυση, και όχι τη φροϋδική μεταψυχολογία η οποία βλέπει την αναλυτική σχέση με όρους μεταβίβασης-αντιμεταβίβασης και αντίστασης.

Η σταθερότητα και συνέπεια του πλαισίου, βέβαια, δεν αφορά αποκλειστικά την αναλυτική ώρα, αλλά και κάθε είδους αλληλεπίδραση μεταξύ αναλυτή και αναλυόμενου. Όπως είναι φυσικό, οι παραπάνω κατάλληλοι τρόποι επεκτείνονται και στις πολιτικές –“πονοκέφαλο” πολλές φορές για τον αρχάριο αναλυτή– απουσιών και ακυρώσεων και τη χρέωση ή μη αυτών. Μια απουσία ή μια ακύρωση της τελευταίας στιγμής αφορά την ανάλυση άμεσα. Ωστόσο, όπως φαίνεται από αρκετά νωρίς στην πορεία ενός επαγγελματία, τις περισσότερες φορές δε συνιστά προσβολή στο πρόσωπό του ή απόρριψη του αναλυτικού έργου – όπως τονίστηκε και στο ξεκίνημα, στην ψυχανάλυση είναι ουσιώδες το παιχνίδι των εντυπώσεων να μη μας αφορά επί προσωπικού. Αντίστοιχα, η χρέωση της ανεκπλήρωτης συνεδρίας δεν αποτελεί τιμωρία, ούτε μόνο μέτρο προστασίας της οικονομικής σφριγηλότητας των επαγγελματιών, αλλά πρώτα και κύρια επεκτείνει το εύρος του ψυχαναλυτικού πλαισίου, καθώς προβλέπει τις συγκεκριμένες συμπεριφορές και τις εντάσσει στο δυνητικό ρεπερτόριο της σχέσης αναλυτή-αναλυόμενου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι συγκεκριμένες συμπεριφορές δε θεωρούνται ανεπιθύμητες εξαιρέσεις και δεν τίθενται εκτός ψυχαναλυτικού πλαισίου, όπως θα πρόσταζε η λογική του καλός-κακός αναλυόμενος ή η αντίστοιχη που λέει ότι “κάποια πράγματα δε χωρούν εδώ”. Όλα χωρούν εδώ· παρουσίες και απουσίες, πρόωρες και αργοπορημένες αφίξεις εξίσου. Και ως εκ τούτου προβλέπονται στις πολιτικές του πλαισίου και λαμβάνονται υπόψη από όλες τις απόψεις – και από άποψη κόστους. Έτσι, το ψυχαναλυτικό έργο προφυλάσσεται, τώρα και σε βάθος χρόνου, από το να αποκτήσει ένα κατά κόσμον status και ο αναλυτής ή η αναλύτρια από το να αλληλεπιδρούν με τον αναλυόμενο ή την αναλυόμενή τους σε ύφος κατά κόσμον επαγγελματικό, και ως εκ τούτου να βρίσκονται, λόγω συσκότισης ή ευελιξίας περί των σχετικών πολιτικών, στα όρια της παρεξήγησης – στην περίπτωση αυτή δηλαδή όπου το ψυχαναλυτικό πλαίσιο θα έπεφτε στο κενό, εφόσον θα βρισκόταν σε κάποιο συμβάν το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι για παράδειγμα το να μην εμφανιστεί η αναλυόμενη. Λίγο-πολύ, ο καθένας θα πρέπει να αποφασίσει πόσο χώρο μπορεί να διαθέσει στη ζωή του για την ανάλυσή του και να στηρίξει αυτή του την απόφαση κατάλληλα. Συχνά, ίσως χρειαστεί να το υπενθυμίσουμε αυτό σε έναν αναλυόμενο, ο οποίος φυσικά μπορεί να αγνοεί το πώς φαίνεται να αποδίδει καλύτερα η δουλειά μας, διερωτώμενοι πρώτιστα για το ιδιαίτερο της εκάστοτε ακύρωσης, μη εμφάνισης ή κωλυόμενης παρουσίας, χωρίς να αφορίζουμε τις σχετικές συμπεριφορές ως περιπτώσεις αντίστασης. Κάποιες φορές η απουσία του, όπως και η συνεπής αργοπορία του σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να προεξάρχει εκεί όπου άλλα σιωπούν. Η αναγνώριση του θέματος είναι εξίσου βασική με την ανάδειξη του ότι δεν είμαστε κάποιος που θα κάνει τα στραβά μάτια ή με τον οποίο θα πέφτει πάντα στα μαλακά – αυτά άλλωστε θα ήταν μια απίθανη εξαίρεση στη ζωή και, πιθανότατα, όπως συζητήθηκε ήδη παραπάνω, θα είχαν να κάνουν περισσότερο με τους οικείους τρόπους του αναλυτή παρά με την ανταπόκριση του τελευταίου ως προς το ζητούμενο της εκάστοτε ανάλυσης. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μάλλον κοινή παραδοχή πως οι οικείοι τρόποι ορισμένων θεραπευόμενων μπορούν πράγματι να προσκρούσουν σε ζητήματα τόσο βασικά για την ψυχοθεραπεία όσο η παρουσία και η περιοδικότητα των συναντήσεων. Ωστόσο, η εν λόγω αντίθεση μπορεί να είναι πραγματική και ουσιώδης μόνο για μια ψυχοθεραπευτική θεώρηση η οποία έχει λάβει, ήδη και εκ των προτέρων, συγκεκριμένη θέση απέναντι στις εν λόγω συμπεριφορές. Ως εκ τούτου, μια τέτοια θεώρηση καθίσταται προκατειλημμένη εξ ορισμού και εκ των πραγμάτων περιορισμένου εύρους. Εδώ δεν υφίσταται κάποια αξιολογική κρίση, παρά μόνο αναγνωρίζεται το ότι για ορισμένες τουλάχιστον ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις έχει καταρτιστεί τρόπον τινά ένα πρότυπο θεραπευόμενου, εφόσον μια γκάμα συμπεριφορών θεωρείται, ρητά ή άρρητα, προβληματική για το θεραπευτικό έργο. Σε ένα άλλο φως, για την ψυχανάλυση υπό το φαινομενολογικό βλέμμα οι συζητούμενες συμπεριφορές δεν είναι ούτε αποδεκτές ούτε απορριπτέες, αλλά της ίδιας τάξης με την τάση άλλων αναλυόμενων να φτάνουν πάντα κάπως νωρίτερα από τον καθορισμένο χρόνο ή να έχουν εκτενείς ερωτήσεις και να ανοίγουν επιτακτικά ζητήματα μετά τη λήξη της συνεδρίας. Για τον όχι και τόσο αρχάριο αναλυτή, και οι δύο περιπτώσεις οφείλουν να είναι εξίσου ήπιες διαπιστώσεις και, ως τέτοιες, να γίνονται όπου χρειάζεται θέμα στην ανάλυση.

Κλείνοντας την παρούσα εργασία, δε θα μπορούσα παρά να αναφερθώ στην ψυχαναλυτική στάση και ως προς την πλέον βασική συνιστώσα της· σε αυτή καθαυτή τη στάση των σωμάτων στην ψυχανάλυση. Υπό αυτή την οπτική, η αφάνεια στο αναλυτικό έργο παίρνει βεβαίως και απτή μορφή, αφού η στάση των σωμάτων είναι τέτοια ώστε ο ψυχαναλυτής να παραμένει οπτικά αφανής στον αναλυόμενο. Όπως συζητήθηκε ήδη, στη dasein-ανάλυση ο αναλυτής δεν είναι το μέτρο σύμφωνα με το οποίο μετριέται ο λόγος του αναλυόμενου. Για εμάς ζητούμενο είναι όχι το να μας απευθύνεται κανείς αλλά το να αφήνεται να μιλά. Η βλεμματική επαφή, το να γίνονται οι εκφράσεις και οι κινήσεις μας θέμα για τον θεραπευόμενό, μας αντιπαραθέτει εξ ορισμού μαζί του. Η κατά μέτωπο συνομιλία προσφέρει μια διαφορετική ποιότητα εμπειρίας για το θεραπευτικό ζεύγος από αυτή που προσφέρει η κλασική στάση των σωμάτων στην ψυχαναλυτική συνθήκη. Στην ψυχανάλυση, καθήμενοι πίσω από τον αναλυόμενο, δεν τον ελέγχουμε ως παν-όπτες και υπερ-όπτες αλλά πρώτα και κύρια βγαίνουμε από τη μέση”, αποχωρούμε από το προσκήνιο. Καθήμενοι υπό τέτοια γωνία που να μην επιτρέπει τη θέαση μεταξύ μας, κοιτάμε αμφότεροι το έξω. Το βλέμμα τόσο του αναλυτή όσο και του αναλυόμενου δεν εστιάζει πουθενά, δε βρίσκει το κέντρο του πουθενά, δεν επαφίεται πουθενά· το αφορά μια ανοικτότητα· καλείται σε μια ανοικτότητα. Η στάση των σωμάτων στην ψυχανάλυση υπό το φαινομενολογικό βλέμμα δεν εξαντλείται στην υπηρεσία του βασικού κανόνα, δηλαδή στην αποφυγή εξωτερικών διασπάσεων. Καταρχήν θεμελιώνεται στην αρχή της αφάνειας του αναλυτή, όπως τη συζητήσαμε παραπάνω, και του διπτύχου ελεύθερα μετέωρη προσοχή και ελεύθεροι συνειρμοί, υπό το καθοριστικό φως της χαιντεγκεριανής έννοιας της άφεσης (Gelassenheit) – η συζήτηση της οποίας θα ξεπερνούσε τη στόχευση της παρούσας εργασίας. Η ψυχαναλυτική στάση μας επιτρέπει πάνω από όλα τα άλλα να “ησυχάσουμε” ως αναλυτές και αναλύτριες στην αφάνεια που αφορά το ρόλο μας και, μαζί με τους αναλυόμενους και τις αναλυόμενές μας, να στραφούμε σε αυτή την ανοικτότητα μέσα στην οποία όντα και πράγματα αφήνονται να είναι, και να μιλούν ως, αυτά που είναι.